Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Κορίτσια-Αγόρια, Άντρες-Γυναίκες

“….Με την Πέννυ, το κορίτσι μου, πηγαίναμε σινεμά, σε πάρτυ, σε ντίσκο και κυρίως παλεύαμε. Παλεύαμε στο δωμάτιο μου, στο δωμάτιο της, στο καθιστικό του σπιτιού μου και του σπιτιού της και στα καθιστικά των πάρτυ. Παλεύαμε για το ίδιο πάντα θέμα. Μερικές φορές, μετά από πολλές προσπάθειες να της αγγίξω το στήθος, είχα τόσο μπουχτίσει που προσπαθούσα να την αγγίξω ανάμεσα στα πόδια.
Αυτή η χειρονομία περιείχε ένα είδος αυτοπαρωδίας. Ήταν σαν να προσπαθούσα να δανειστώ ένα euro κι αφού μου το αρνούνταν να ζητούσα πενήντα.

Στο σχολείο μου, τα αγόρια έκαναν μεταξύ τους ερωτήσεις όπως «Κάνεις τίποτα?»
«Σ’ αφήνει να της κάνεις τίποτα?» Και η αναμενόμενη απάντηση ήταν «Όχι». Στο μεταξύ τα κορίτσια έπρεπε να αρκούνται στη παθητική φωνή. Η Πέννυ χρησιμοποιούσε την έκφραση «με βάζεις στη διαδικασία»: «Δε θέλω να με βάλεις ακόμη σ’ αυτή τη διαδικασία» εξηγούσε καρτερικά και ίσως λίγο θλιμμένα, καθώς απομάκρυνε για χιλιοστή φορά το χέρι μου από το στήθος της.
Επίθεση και άμυνα, εισβολή και απώθηση… λες και το στήθος ήταν μια μικρή μας ιδιοκτησία, που είχε προσαρτηθεί παράνομα στο άλλο φύλο και τη θέλαμε πίσω.

Αν με ρωτούσε κάποιος γιατί είχα τέτοια έμμονη ιδέα με το χούφτωμα του στήθους της Πέννυ, δε θα ‘ξερα τι να πω. Κι αν κάποιος ρωτούσε τη Πέννυ γιατί με εμπόδιζε με τέτοια μανία, βάζω στοίχημα πως θα δυσκολευόταν να απαντήσει. Τι σήμαινε για μένα το χούφτωμα? Στο κάτω κάτω δε περίμενα κανένα είδος ανταπόδοσης. Γιατί δεν ήθελε η Πέννυ να ερεθιστούν οι ερωτογονές ζώνες της? Δεν έχω ιδέα.

Σε οποιοδήποτε γυναικείο περιοδικό θα διαβάσετε το ίδιο πάντα παράπονο: Οι άντρες -αυτά τα μικρά αγοράκια, είκοσι, τριάντα, σαράντα ετών- είναι αδιόρθωτοι στο κρεβάτι. Δεν ενδιαφέρονται για τα προκαταρτικά, δεν έχουν διάθεση να διεγείρουν το άλλο φύλο, είναι εγωιστές, άπληστοι, ατζαμήδες, χοντροκομμένοι. Αυτά τα αναπόφευκτα παράπονα περιέχουν κάποια ειρωνεία. Παλιά, όταν ήμασταν μικροί, το μόνο που θέλαμε ήταν τα προκαταρτικά, αλλά τα κορίτσια δεν ενδιαφέρονταν. Δεν ήθελαν να τις αγγίζεις, να τις χαϊδεύεις, να τις διεγείρεις. Για να πούμε την αλήθεια, μας απόπαιρναν όταν προσπαθούσαμε. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που δεν είμαστε πολύ καλοί σ’ αυτό. Όταν διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας μας, περάσαμε δυο τρία ολόκληρα χρόνια όπου μας έλεγαν αυταρχικότατα ότι δε πρέπει ούτε καν να σκεφτόμαστε το θέμα. Κάπου ανάμεσα στην ηλικία των δεκατεσσάρων και των είκοσι τεσσάρων, τα προκαταρτικά παιχνίδια, ενώ ήταν κάτι που ήθελαν τα αγόρια κι όχι τα κορίτσια, γινόταν κάτι που το θέλουν οι γυναίκες, αλλά οι άντρες δε σκοτίζονται πια γι αυτό.

Αν θέλετε τη γνώμη μου,για μένα το τέλειο ζευγάρι αποτελεί η γυναίκα του Cosmopolitan μαζί με το δεκατετράχρονο αγόρι….”

Απόσπασμα από το High fidelity του Nick Hornby

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Τρεις λέξεις κι άλλες δεκατρείς...

Πιάστηκα -από τα μαλλιά- του korinoskilou και συνεχίζω το θέμα εδώ.
Τρεις λέξεις λοιπόν. Έχουμε και λέμε.

Σ' αγαπώ. Τι λες καλό μου που λέγεται δύσκολα αυτή η λέξη!
Μ’ αγαπάς? Σ’αγαπώ. Μια ώρα μετά. Μ’ αγαπάς? Σ’ αγαπώ.
Δλδ τι μπορεί να έχει αλλάξει μέσα σε μια ώρα?
Μια εβδομάδα γνωριμία. Σ’ αγαπώ!
Δυο μήνες παρέα. Σ’ αγαπώ!
Κάτσε ρε. Ποτέ πρόλαβες να τους αγαπήσεις? Να πεις στη νέα γνωριμία «σε ερωτεύτηκα», άντε να το καταλάβω. Να πεις στη νέα παρέα «πολύ σε συμπαθώ» επίσης να το καταλάβω. Αλλά έτσι στα ξεκούδουνα σ’ αγαπώ?
Το σ’ αγαπώ είναι σα το κυριακάτικο φαγητό. Θέλει εξαιρετικά υλικά, προσπάθεια, χρόνο και απόσταση. Δε το λες κάθε μέρα, γιατί θα το βαρεθείς κι άμα το βαρεθείς, θα το πετάξεις. κι άμα το πετάξεις, πάει το σ’ αγαπώ στα σκουπίδια και να μη σου πω που πας κι εσύ που το ξεφτίλισες. Προσωπική άποψη, το σ’ αγαπώ -έλα και δε τα μπορώ τα συνηρημένα-.το «σ’ αγαπάω», το λες μια φορά. Όταν το νιώσεις. Από κει και πέρα τέλος τα λόγια. Δείξτο! Το μόνο ενδιαφέρον που έχεις να πεις μετά, είναι το «δε σ’ αγαπάω πια», για να ξέρει κι ο άλλος που βρίσκεται.

Συγγνώμη. Αρχίζει και βαραίνει το θέμα. Συγγνώμη για μένα, σημαίνει, το ξέρω το λάθος μου, κατάλαβα πως σε πλήγωσα και που να μου κοπεί το χέρι δε θα το ξανακάνω. Γι αυτό και δε λέγεται εύκολα. Γιατί ασχέτως των ενοχών μας προς τον άλλο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να το ξανακάνουμε. Και τότε θα ‘χουμε ξεμείνει από λόγια.
Άσε αυτό με τη συγχώρεση. Γιατί μωρέ να σε συγχωρήσω αν μου κάνεις κακό? Δε λέω να με πατήσεις στο δρόμο και να σου πάρω το σκαλπ. Αλλά γιατί θα πρέπει πάντα να τη δεχόμαστε τη συγγνώμη του άλλου? Αν με έχεις πονέσει πολύ γιατί να σε συγχωρήσω? Πως θα με κάνει αυτό να νιώσω καλά? Επειδή θα νιώσω ανώτερη? Χέστο το ανώτερη. Εγώ θέλω να σε διαγράψω από τη ζωή μου. Δεν υπάρχεις πια. Με πούλησες, σε ξέχασα. Και στο λέω να το ξέρεις και δε σε κρυφοκοιτάζω ποτέ ξανά.

Βοήθησε με. Αχαχαχαχαχαχαχαχα εδώ πέσαμε στα σκληρά. Για να πεις βοήθησε με ξέρεις τι πρέπει να πεις πρώτα? « Έχω πρόβλημα!» Άντε να σε δω. Πόσους ξέρεις να το λένε? Κοίτα γύρω. Οι περισσότεροι ζουν το απόλυτο όνειρο. Φιλίες αδελφικές, γάμοι παραμυθένιοι, σχέσεις τέλειες και μετά, ξαφνικά, ακούς πως δε μιλιούνται και απορείς.
Κουκουλώνουμε τα προβλήματα, τους βάζουμε κι ένα βάζο με λουλούδια και λέμε όλα καλά. Κι άμα κοιτάξεις καλύτερα, αν διαβάσεις πίσω από τις λέξεις…
Αλλά μην απελπίζεσαι. Αν το πεις και το ξαναπείς, μπορεί να τους πείσεις -λες κι έχει καμία σημασία- και μέσα από κεινους να πειστείς κι εσύ στο τέλος.
Γιατί το ξεκουκούλωμα κρύβει πολλή σκόνη και το παρκέ της ζωής μας γυαλίζει δύσκολα

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Εγώ πότε θα γίνω μάνα??

Γνωστόν μάντρα εκεί κοντά στα 30 μίση.
Δυο περιπτώσεις αυτής της συνομοταξίας τις παρακολούθησα από κοντά. Τις έπιασα από το «έχω μια καριέρα αλλά χωρίς παιδί δεν είμαι τίποτα» και τις έχω φτάσει αισίως στο «είμαι μάνα τρίχρονων». Δείγμα πρώτο. Ξεκινάμε για εκδρομή και στα πρώτα 60 χιλιόμετρα ακούς «αχ πολύ μου λείπει!». Κάνεις τη λογική ερώτηση «καλά άμα δε περνάς καλά, τι έρχεσαι και δε κάθεσαι σπίτι με το παιδί?» Και απαντάει «τι να κάνω…ο Μάκης ήθελε!...» Τώρα τον ξαναθυμήθηκε τον Μάκη. Τώρα που θέλει και εκδρομή και άλλοθι. Αν ο Μάκης της ζητούσε να πάνε μαζί στο τουρνουά τάβλι υποθέτω πως το μητρικό φίλτρο θα λειτουργούσε πιο έντονα. Δείγμα δεύτερο. Ακούς κουβέντες αγανακτισμένης με τα παιδιά της, για το πόσο πολύ κουράζεται! Που αν κάτσεις και παρακολουθήσεις τη μέρα της, βγαίνει πως περνά με τα παιδιά της βία βία τρεις ώρες την ημέρα κι απ αυτές οι δυο είναι μπάνιο και τάισμα. Να χαρώ εγώ μανούλες.
Όλες αυτές κοιμόταν και ξυπνούσαν με την ιδία ερώτηση. Πότε θα γίνω μάνα??
Και ρωτάω εγώ τώρα
Εσύ πρέπει ντε και καλά να γίνεις μάνα? Άντε το πήραμε σχοινί κορδόνι? Από πού κι ως που, όλες οι γυναίκες μπορούν να είναι μάνες? Το ότι μια γυναίκα έχει αναπαραγωγικό σύστημα, σημαίνει πως είναι και ικανή να μεγαλώσει παιδιά? Η μήπως άλλο το γίνομαι μάνα κι άλλο το μεγαλώνω παιδιά? Μήπως εκεί είναι η διαφορά?
Όλες αυτές βάζουν, λένε, πρώτα τα παιδιά τους και μετά όλους τους άλλους. Πως μπορεί μια τυχαία συνύπαρξη να ακυρώνει όλες τις επιλογές μας? Γιατί στη τελική τα παιδιά μας δε τα διαλέγουμε. Όπως δε διαλέγουν κι αυτά εμάς. Το γεγονός της συμβίωσης μας είναι στη βάση του, καθαρά τυχαίο. Ποιούς ανθρώπους πραγματικά διαλέγουμε στη ζωή μας? Ένα δυο φίλους και το σύντροφο μας, ναι? Και μ αυτό το σύντροφο αποφασίζουμε να κάνουμε οικογένεια, ναι? Χμ ναι και όχι. Δεν έχω ακούσει και πολλές να λένε, θέλω να κάνω παιδί με τον τάδε. Λένε, θέλω να κάνω παιδί. Γενικώς και αορίστως. Γενικώς και αορίστως τους βγαίνει μετά κι ο σύντροφος μπαρούφα και περνάνε το υπόλοιπον του βίου, ξορκίζοντας τα παιδιά τους να μη κάνουν τα ιδία λάθη. Τι ωραία! Τα κάναμε σκατά με τις επιλογές μας αλλά καλά που υπάρχουν και τα παιδιά για να δείξουμε ποιές είμαστε πραγματικά.
Μαράζι το ‘χω να ακούσω μια φορά «το αγαπάω πολύ, αλλά ώρες ώρες δε το χωνεύω καθόλου!» Μη μου πεις πως δε το έχεις σκεφτεί ποτέ. Μη μου πεις πως δεν έρχονται φορές που το μόνο που τα γλυτώνει από την επίκληση στον Ηρώδη είναι το ότι είναι παιδί σου, ενώ αν κάνει το ίδιο το διπλανό ξένο παιδάκι θα πεις «κακομαθημένο!» Τα αλλά είναι κακομαθημένα. Τα δικά μας, απλά είναι παιδάκια μωρέ, θα μάθουν σιγά σιγά. Είναι υπερκινητικά ή δυσλεκτικά, αλλά κακομαθημένα και κωλόπαιδα ποτέ. Δε μας συμφέρει.
Ή δεν έχουν έρθει φορές που σκέφτεσαι πως, κάποιο άλλο παιδάκι είναι πιο όμορφο ή πιο έξυπνο? Και τότε πιάνεις και το δικό σου και το τρέχεις περά δώθε, μη μείνει πίσω και δε ξέρει 15 γλώσσες στα 11. Και να πάει και μουσική και να πάει και σε κάποιο άθλημα και να είναι και κοινωνικό και να έχει και παρέες και φυσικά να είναι και καλός μαθητής. Κι όλα αυτά φυσικά τα κάνεις για το παιδί! Το ότι το παιδί από μόνο του, το μόνο που θέλει είναι να παίξει μπάλα, λίγο σε νοιάζει. Γιατί εσύ είσαι μάνα και ξέρεις! Και μετά το παιδί γίνεται 20, ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω του κι εσύ αναρωτιέσαι ποιος δαίμονας σε καταράστηκε να μη βρίσκεις αναγνώριση πουθενά..

Κι υπάρχουν απ' την άλλη, γυναίκες που παρακαλάνε για ένα παιδί. Που περνούν ατέλειωτους μήνες με θεραπείες, για να τα καταφέρουν και μετά ατέλειωτους μήνες αναμονής, σε υπηρεσίες και ελέγχους, για να πάρουν ένα παιδί στην αγκαλιά τους. Όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπογράφουν μέχρι και τη διαθήκη τους για να αποκτήσουν ένα παιδί, τους ελέγχει ένα κράτος ολόκληρο. Που είναι αυτό το κράτος, να ελέγξει όλες αυτές τις ανεγκέφαλες, που νομίζουν πως το παιδί είναι αξεσουάρ?
Και να τους πει κατάμουτρα
«Όχι κυρία μου. Εσείς δε δικαιούστε να γίνεται μάνα!»

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Βρωμιά

Αύτη που ζούμε είναι άλλη βρωμιά. Νέα.
Ξέραμε από σκόνες. Έκανες μια έτσι κι έφευγε. Ξέραμε από λάσπες. Πλενόσουν κι έφευγε. Δε ξέρω αν φταίει η αλλαγή στη σύσταση της ατμόσφαιρας, της επιδερμίδας, ή του μυαλού μας αλλά αυτή δε φεύγει.
Ρίχνεις νερό, τρίβεις, σκουπίζεις, κοιτάς και είναι πάλι εκεί. Γδέρνεις με τα νύχια σου, ματώνεσαι κι είναι ακόμη εκεί. Κολλημένη πάνω σου. Μέσα σου. Γεμίζει τα σπλάχνα σου. Πας να πάρεις ανάσα και κόβεται στη μέση. Πνίγεσαι.
Πόσο καιρό τώρα βουλιάζουμε χωρίς να καταλαβαίνουμε, ακριβώς τι γίνεται? Θα μου πεις, έλα ρε τι έγινε. Επειδή έκλεισε η βουλή δλδ? Ε, οκ, συμβαίνουν. Όχι. Για μένα δεν –απλά- συμβαίνουν.
Μπορεί να είναι που μεγαλώνω και χρειάζομαι πια ένα κράτος-βοηθό, μπορεί και να είναι που μικραίνω και νιώθω το δίκιο σαν κάτι καθολικό .
Δε ξέρω τι από τα δυό. Ξέρω μόνο, πως αυτή τη καινούργια βρωμιά δε τη ξέρω .
Δε μπορώ να τη διαχειριστώ.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Οι αλήθειες του γάμου (που πάντα μαθαίνουμε αργά)

Κάθε δεσποσύνη σε ηλικία γάμου έχει μια μάνα, μια θεία, μια νονά, που νιώθει ηθικό χρέος να τη νουθετήσει, σχετικά με τις αλήθειες του γάμου.
Να της πει, ας πούμε, πως η καρδιά του άντρα περνά από το στομάχι και το μυαλό από το πέος του. ( Τώρα το γιατί να το παντρευτεί αυτό το θαύμα της αξονικής τομογραφίας, αντί να γυρνάνε στα πανηγύρια και να τρελαθούν στο τάλιρο, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο). Θα της πει πως το στεφάνι της μπορεί, να ξενοκοιτάξει και τότε αυτή πρέπει να κάνει το σωστό, να κοιτάξει δλδ αλλού και να σφυρίξει κλέφτικα. Επίσης θα της πει πως μπορεί, ο καλός της να κοιτάζει τα παιδιά τους σα κινέζους τουρίστες και τότε αυτή θα πρέπει να γεμίσει το σπίτι με μικρές, οικογενειακές χαρές.

Μαζευτείτε και σας έχω νέα. Οι μεγάλες αλήθειες του γάμου δεν είναι αυτές. Είναι οι άλλες. Αυτές που βλέπαμε και στα πατρικά μας, αλλά για κάποιο λόγο δεν είχαν εγγραφεί στο υποσυνείδητο.

Τη πρώτη, τη καταλαβαίνεις με το που τινάζεις από πάνω σου τα άνθη λεμονιάς και κλείνεις τη πόρτα του σπιτιού. Σ’ αυτό λοιπόν το σπίτι -για του όποιου τη τραπεζαρία, το φωτιστικό του σαλονιού και το πατάκι της εξώπορτας, έχεις κάνει ομηρικούς καυγάδες κι έχεις κουρελιάσει τα νεύρα σου μήνες ολόκληρους- δεν έχεις δικό σου δωμάτιο! Ούτε ένα τοίχο να βάψεις μαύρο επειδή έτσι στη κάρφωσε, ούτε μοκέτα να ξαπλώσεις εσύ κι όλα τα βιβλία, μαζί με κάποια cd που δε θα μαζευτούν ποτέ, ούτε χώρο για να πετάς τα ρούχα σου, δημιουργώντας το κατάδικο σου εικαστικό δρώμενο. Τίποτα! Τέλος! Τις προάλλες με ξεναγούσε φίλη στο, υπέροχο πραγματικά, σπίτι της με το play room, τον ξενώνα και το βεστιάριο κι όταν τη ρώτησα «κι άμα θέλεις χαρά μου να μείνεις μονή, που πας?» με κοίταξε για λίγο αμήχανη και μετά απάντησε χαμογελώντας «στη τουαλέτα»

Η οποία τουαλέτα μας φέρνει στην επόμενη μεγάλη αλήθεια. Η τουαλέτα είναι ο καταλύτης της σχέσης. Εκεί θα μάθεις όλα τα αποθεμένα του συντρόφου σου. Το ήξερες φερ ειπείν εσύ, πως ήθελε να γίνει δύτης? Ε τώρα στο θυμίζει κάθε φορά που κάνει μπάνιο και μετά θέλεις βατραχοπέδιλα για να μπεις. Από το καλαθάκι θα μάθεις όλα όσα δεν ήθελες ποτέ να μάθεις για τον εσωτερικό του κόσμο, όπως ας πούμε το που καταλήγει το υπέροχο μεσημεριανό σας ή οι μοναχικές του βόλτες στα μεταμεσονύκτια κανάλια της Nova. Και φυσικά εκεί υπάρχει και το καλάθι των άπλυτων

Που μας φέρνει στη μεγαλύτερη αλήθεια όλων. Από τη μέρα που παντρεύεσαι, καβαλάς! Κουβαλάς ασύστολα και ασταμάτητα! Λεκάνες με άπλυτα -πλυμένα –ασιδέρωτα, σακουλές από σούπερ μάρκετ, σακουλές από μανάβη, καρότσια στη λαϊκή, μωρά στη κοιλιά -στην αγκαλιά -στο καρότσι -στον παιδικό, κουβαδάκια- στρώματα -πετσέτες στη παραλία, μέχρι που, χωρίς να το καταλάβεις, αρχίζεις με τον ίδιο τρόπο να κουβαλάς και τον εαυτό σου. Αδιάφορα και με σκυμμένο κεφάλι.

Είχα τη τύχη να μου κληροδοτηθούν από τις προηγούμενες γενιές, μεγάλες και σοφές κουβέντες όπως «ο άντρας δεν είναι για να τον βλέπεις είναι για να τον έχεις» ή «ο ανθόσπαρτος βιός δεν είναι ο έγγαμος, ο άλλος είναι».
Μ’ αυτά και με κείνα με βλέπω, αν έρθει η ώρα μου, να αφήσω για προίκα κάτι μάλλον μικρό και πεζό όπως «αν δε το αντέχει το στομάχι και η μέση σου μακριά κι αλάργα!»

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Με την ΜΠΑΟΚ!

Ζηλεύω τους άντρες για λίγα πράγματα. Τα εξής τρία:

Άλφα, την άνεση να παρκάρουν το δίλιτρο παγωτό πάνω στη –γυμνή- κοιλιά τους και να τρώνε αμέριμνοι, χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος για την αναγουλίασις που φέρνουν στο φιλοθεάμον κοινό
Βήτα, την μυϊκή τους δύναμη, που επιτρέπει εκφράσεις τύπου –για κατέβα ρε να σε δω πόσο μάγκας είσαι-στα φανάρια του βαρδάρη, τρεις τα ξημερώματα και
Γάμμα, το ποδόσφαιρο. Ψέματα. Όχι το ποδόσφαιρο. Τη μπάλα!

Τρελαίνομαι να βλέπω άντρες να παρακολουθούν μπάλα. Έτσι κι αλλιώς είμαι φαν του είδους, μα το να παρακολουθείς με άντρες, έχει άλλη φάση. Οι γυναίκες μπερδεύονται με μαλλιά και κοιλιακούς και τον Νικοπολίδη και χάνουν όλη την ουσία.
Φαντάζομαι πως πολλές θα διαφωνήσουν, αλλά μα την αλήθεια, πιστεύω πως η αντιπάθεια των γυναικών για τη μπάλα οφείλεται σε ζήλεια.
Από τη μια είναι τα απωθημένα. «Μα να αφήσει εμένα, για να πάει γήπεδο με τα παιδιά?!» Ίσα ρε φιλενάδα. Εσύ σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι. Η μπάλα είναι ιερό πράγμα. Άντρας που παρατάει –άλλο να μη του αρέσει- τη μπάλα για την καθεμία, υπολείπεται βασικών στοιχείων στο σώβρακο του. Είναι ή φλούφλης ή αγάμητος ολκής. Είναι σα να λέμε, γυναίκα να παρατάει το κυριακάτικο καφέ με τις κολλητές, για τον έτσι. Όνειδος!
Άσε που η φράση «σήμερα έχει μπάλα μπέμπα» κρύβει ακριβώς τη δόση τεστοστερόνης που χρειάζεται, για να πεις στις φιλενάδες «έχει κι αυτό το λίγο μπρουτάλ που με στέλνει»
Από την άλλη είναι που δεν έχουμε βρει τίποτα που να μας ενώνει τόσο απόλυτα, ηρωικά και καταλυτικά, ακόμη και κάτω και από αντίξοες συνθήκες, πράγμα που θεωρώ ελάττωμα του φύλου μας αν και ακόμη δεν έχω βρει την αιτία του. Είναι περίεργο. Δεν υπάρχει κανένα μαζικό πάθος για μας. Αγωνιζόμαστε σε έναν ανδροκρατούμενο, ακόμη, κόσμο κι όμως παλεύουμε μόνες ακόμη και στον ελεύθερο χρόνο μας.

Εν κατακλείδι…το να βλέπω άντρες να παθιάζονται με κάτι τόσο απλό φαινομενικά, όπως η μπάλα είναι για μένα μαγικό και ανακουφιστικό. Φωνάζω, γελάω, βρίζω, εκτονώνομαι και αφήνω το ρέικι για τις υπόλοιπες κυρίες, που δε θέλουν να σπάσουν το νύχι, ξύνοντας το κουτάκι της μπύρας, την ώρα που ο Μούσλι εφορμά στη μικρή περιοχή ή ο Γκαρσία εξηγεί στο Ντιόγκο όλα όσα πρέπει να ξέρει, χωρίς να πει λέξη.

Κι αν δεν ήμουν αρκετά σαφής…

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Περί απιστίας, το ανάγνωσμα

Θεωρώ δεδομένο πως η απιστία, δεν είναι λύση κι ας μη πάμε εκεί. Και ναι μιλαω για γάμους με παιδιά, γιατί ναι, υπάρχουν υπέροχοι γονείς, που δεν είναι καλοί σύζυγοι. Εκεί που θέλω να σταθώ είναι οι λόγοι.
Παρακολουθούσα λοιπόν μια πρωινή εκπομπή. Καθόταν όλες οι αζαλέες ένα γύρω και μες τη καλή χαρά κουβέντιαζαν, τι άλλο? Την απιστία των ανδρών. Δε ξέρω αν το έχεις προσέξει αλλά απιστία και άντρας πάνε πακετάκι σ’ αυτές τις εκπομπές, μη σου πω και στη κανονική ζωή. Και ακούω και ακούω και λέω, δε θα το γυρίσουν καθόλου το θεματάκι? Κι εκεί πάνω πετιέται μια ορτανσία και λέει «ε και οι γυναίκες απατούν» όπου, πέφτει πάνω της όλος ο ανθόκηπος, με το ατράνταχτο! επιχείρημα πως οι γυναίκες απατούν μόνο από έρωτα και τότε, φεύγουν. Δε κοροϊδεύουν τον άλλο.
Έλα? Ποιος ήρθε? Τι παραμυθάκι είναι αυτό? Και τι ωραία δοσμένο ε?
Ως γνωστόν οι γυναίκες για να κάνουν οτιδήποτε, χρειάζονται και μια επίφαση ηθικής γιατί αλλιώς καλέ, θα τη πουν πουτάνα και είναι άλλο να το κάνεις κι άλλο να στο λένε φυσικά! Τι θα πει οι γυναίκες ερωτεύονται? Δλδ αποκλείεται μια γυναίκα να απατήσει το γάμο της, επειδή της αρέσει το σεξ και της λείπει? Όλες πια ακάλυπτες συναισθηματικά είμαστε? Σεξουαλικά καμία? Αλλά άντε πες «ρε γμτ μου λείπει το σεξ κι αυτός σκέφτεται μόνο τη δουλειά, άσε που πιάνει το μπούτι μου και νομίζει πως πιάνει το δικό του και εγκωξα η γυναίκα!» Οοοοχι. Πρέπει να πει πως νιώθει ένα κενό στη σχέση πως δε της μιλάει πια και νιώθει αποκομμένη και γι αυτό πιάνει με τη σειρά τα ξενοδοχεία της εθνικής οδού, γιατί εκεί νιώθει πραγματικά σημαντική σαν γυναίκα. Τρίχες. Υπάρχουν άνθρωποι που τρέφονται με συναισθήματα και άνθρωποι που τρέφονται με σεξ. Ποιος είναι αυτός που θα ορίσει τις ανάγκες του άλλου? Γιατί είναι κακό να απάτα μια γυναίκα μόνο για το σεξ, ενώ θεωρείται αποδεκτό από το dna των άντρων?
Για να μη πω για το άλλο παραμύθι. Η γυναίκα λέει φεύγει. Αμ, δε φεύγει αγαπητή μου. Μένει. Και μένει, γιατί η γυναίκα κατά βάθος ξέρει. Γιατί δε θέλει άλλο γάμο. Θέλει αυτόν που έχει, με κάποιες βολικές μικροαλλαγές.
Εκείνοι που φεύγουν είναι οι άντρες. Και φεύγουν γιατί είναι αθεράπευτα ενθουσιώδεις και επιρρεπείς στο παραμύθι. Γιατί νομίζουν πως αυτή που τους κανακεύει και τους έχει, πασά μου και αγόρι μου, θα συνεχίσει έτσι εις αει. Πως δε θα τη δουν ποτέ με κλάμερ και ρόμπα. Καλά. Κοιμήσου αγόρι μου και μη ξεσκεπάζεσαι γιατί τριγυρίζει και γριπούλα.
Ενώ οι γυναίκες είμαστε συνειδητοποιημένες. Το ‘χουμε δει το εργάκι και το ξέρουμε με τη πρώτη φορά, δε χρειαζόμαστε επανάληψη. Ξέρεις πως αν αφήσεις το Μάκη για τον Λάκη, θα φορτωθείς ένα Λάκη που σε λίγο καιρό θα είναι Μάκης. Επομένως κρατάς το Μάκη που έχεις και γλυτώνεις και τα πήγαινε έλα.
Αν δε με πιστεύεις, μέτρα πόσους και πόσες ξέρεις σε δεύτερο γάμο και δες αναλογίες.
Και να σου πω? Αν αυτή ήταν κουβεντούλα ανδρών θα ‘λεγα, οκ όπως τον βολεύει τον καθένα να τα σκέφτεται. Αλλά λέγονται από γυναίκες διάολε.
Τώρα θα μου πεις, ένα παραμύθι για να είναι καλό, πρέπει πρώτα να το πιστεύει αυτός που το λέει…