Τώρα θα μου πεις “τρελή είστε μαντάμ που με βάζετε να διαβάσω τα άπαντα εν ώρα εργασίας?” Αλλά τι να σου κάνω κι εγώ χρυσό μου? Οι καλοί αναγνώστες, στα δύσκολα φαίνονται. Αλλιώς θα αναρτούσαμε αγγελίες. Και για να σοβαρευτώ, αυτό το κείμενο είναι για μένα από τα καλύτερα δείγματα «εύκολης» και «διασκεδαστικής» γραφής, που έχω διαβάσει ποτέ, άσε που μου ανεβάζει πάντα το ηθικόν. Για όσους λοιπόν έχουν διάθεση, είναι διήγημα της Μαρίας Χατζηγρηγορίου, από τη συλλογή «έλα στη θέση μου» και το δημοσιεύω με μια μικρή αφιέρωση στη itsaousa που ξέρει από Ρούκουνα. Καλή ανάγνωση …
Με την έλευση του Πλούτωνα στον Καρκίνο-το ζώδιο μου - άρχισε η καταστροφή. Με είχαν προειδοποιήσει. Στις 24 Μάιου ο κακορίζικος Πλούτωνας θα φορούσε τη μπέρτα του, θα έμπαινε στη ζωή μου, θα την έκανε ρημάδι κι εγώ θα καθόμουν στο θεωρείο, πρώτη θέση μεν, απλός θεατής δε, να παρακολουθώ το κατρακύλισμα μου, ελπίζοντας ότι τα αστρικά χτυπήματα της μοίρας κάποτε θα σταματούσαν. Πριν σταματήσουν όμως θα έκαναν αυτό που είχαν υποχρέωση: θα με κατέστρεφαν ολοσχερώς.
26 Μάιου πρωί-πρωί έχασα ότι πολυτιμότερο είχα. Τη δουλειά μου. θα προτιμούσα χίλιες φορές να έχανα τη μανά μου η τη γυναίκα μου, όμως ο καταραμένος ο Πλούτωνας επηρεάζει μόνο την επαγγελματική και δεν αγγίζει ούτε τη συναισθηματική ούτε την αισθηματική μου ζωή.
Έτσι λοιπόν εγώ, ο Εύθυμης Χαιρόπουλος, ο μέχρι χτες γεννημένος κάτω από τυχερό αστέρι, ο ένας από τους πέντε παρακαλώ, ωκεανογράφους αυτής της χώρας, με άριστα στο πτυχίο της βιολογίας, με τις καλύτερες πανευρωπαϊκές κριτικές στο μεταπτυχιακό και στο διδακτορικό από το πανεπιστήμιο της Κορνουάλης, με μόνο επιτυχίες να βαραίνουν την πλάτη μου, βρίσκομαι αυτό το καλοκαίρι χωρίς δουλειά, γιατί η πολιτεία δεν έχει πια τη δυνατότητα να καλύψει τον παχουλό μου μισθό.
Δεν κάθισα ούτε στιγμή με σταυρωμένα χέρια. με γρήγορες και συντονισμένες κινήσεις χτύπησα την άλλη - τη μοναδική - πόρτα που ήμουν σίγουρος ότι θα απαντούσε θετικά στο κάλεσμα μου. Είχε διαφύγει από τη μνήμη μου ότι στα μαθητικά μου χρόνια ούρλιαζα με περηφάνια " οδηγητής, το όργανο της κομουνιστικής νεολαίας" στα φοιτητικά μου χρόνια είχα λιώσει τις σόλες των παπουτσιών μου κάθε Κυριακή με τα κουπόνια και το ριζοσπάστη στο χέρι και φυσικά είχε πέσει στης λήθης τα ύδατα η συμμετοχή μου σ εκείνο το καβγά -που παρεμπιπτόντως εγώ προκάλεσα - στο πανεπιστήμιο της Κορνουάλης με το θεομίσητο συνάδερφο, συμφοιτητή και συνδικαλιστή του ΠΑΣΟΚ Δροβογιάννη. Εκείνη την εποχή το τελευταίο παιχνίδι στο οποίο θα συμμετείχε η φαντασία μου ήταν μια συνεργασία μ’ αυτό το σκουλήκι, πόσο μάλλον η εκδοχή να ζητήσω τη βοήθεια του...
Τον έβρισα λοιπόν, με τα χειρότερα λόγια και μάλιστα μπροστά σε με κοπέλα που ήξερα ότι έκοβε φλέβες για πάρτη της. Στο τέλος του φώναξα "την άλλη φορά που θα ανταμωθούμε, μαλάκα, φρόντισε να μην είσαι μόνος σου"
Αστείο ακούγεται, αλλά δώδεκα χρόνια μετά, όταν συναντήθηκα με το Δροβογιάννη, είχε ακούσει τη συμβουλή μου και είχε φροντίσει να μην είναι μόνος του. Καθισμένος σαν αυτοκράτορας στη θέση του, έκανε παρέα με τα σπάνια βιβλία του, τα υπέροχα μελανοδοχεία του, το σκαλιστό του γραφείο και τη μαύρη χόντρη του μοκέτα στο πάτωμα. Ακίνητος και σοβαρός, με τη χοντρομουστάκα του, μου ανακοίνωσε ότι η πόρτα του Πανεπιστήμιου Αιγαίου, που με τόση λαχταρά χτυπώ, ήταν ,είναι και θα παραμείνει κουφή...
Έχω μαυρίσει από το κακό μου. Πέντε μέρες έχουν περάσει από την είσοδο του Πλούτωνα στη ζωή μου, και όπως μου έχουν πει, η βόλτα του θα κρατήσει ακόμα τρεις μήνες. Δεν έχω παρά να φύγω διακοπές, να πάω κάπου να ηρεμίσω, μακριά από το πλήθος, μακριά από μουρμούρες και φωνές, μακριά από τη φιλόδοξη γυναίκα μου. Οφείλω να φύγω, για να σκεφτώ πως θα μετατρέψω το ζοφερό μου παρόν, σε ανθηρό μέλλον. Να φύγω σε μια παραλία με παχιά άμμο που σκεπάσει τις ανασφάλειες μου, σε με γαλάζια θάλασσα που μέσα της θα πνίξω κάθε φόβο μου και οργή, κάτω από έναν έναστρο ουρανό που θα ξαναφωτίσει τα ματαιωμένα μου όνειρα. Να φύγω στην άκρη του κόσμου αν είναι δυνατόν...
Δεν είναι δυνατόν. Γιατί ο Πλούτωνας αλωνίζει τη ζωή μου και μετατρέπει όλα τα δυνατά σε αδύνατα. Άρα εμείς δεν έχουμε τις απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις, γιατί έμεινα χωρίς δουλεία, γιατί μάλλον θα είμαι εσαεί ένας αποτυχημένος άνεργος.
Αποτέλεσμα? Οποία εγωιστική σκέψη για μοναχικές διακοπές στην άκρη της γης διαγράφεται μονομιάς και τη θέση της παίρνει η αλτρουιστική μελαγχολία της πολυκοσμίας. Γίνομαι μάντης κακών, Κασσάνδρα, και το βλέπω το καλοκαίρι μου για ένατη συνεχόμενη χρόνια στη Ρόδο με τη γυναίκα μου και τα 14 στρουμπουλά ξαδέρφια της. Λογικό κι αυτό, τη στιγμή που τούτο το καλοκαίρι το έχει μονοπωλήσει ο Πλούτωνας, αυτός ο μαύρος πλανήτης και κανένας άλλος.. Υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία?
Υπάρχει. Κυριακή απόγευμα στο δρόμο κι ενώ οδηγούσα το καινούργιο μου αυτοκίνητο πηγαίνοντας στην αδερφή μου για να κανονίσουμε τα διαδικαστικά -ποιος πάει τη μάνα για θερμόλουτρα και ποιος τη φέρνει- ο ασυνείδητος οδηγός δε βλέπει το στοπ, μέρα μεσημέρι, το προσπερνά και πέφτει πάνω μου, για να κονιορτοποιήσει τον προφυλακτήρα του καινούργιου και εντελώς αναπάντεχα παλιού αυτοκίνητου μου.
" Ουδέν κακών αμιγές καλού " λέει μια παροιμία κι αν τη πιστέψεις χάθηκες.
O ασυνείδητος άγνωστος οδηγός είναι ο γνωστός Μπάμπης, ο από χρόνια φίλος που είχα χρόνια να δω, και αν ήξερα ότι για να τον ξαναδώ, έπρεπε να μου διαλύσει τον προφυλακτήρα, στην τελευταία μας συνάντηση θα έβρισκα μια αφορμή -δεν ήταν και πολύ δύσκολο- και θα του έκοβα την καλημέρα. Δεν το έκανα, και η μακροχρόνια φίλια μας, που άντεξε στο χρόνο, στέφθηκε εκείνο το απόγευμα, εκτός από ένα ρημαγμένο προφυλακτήρα, κι από μια κάσα κρύες μπύρες.
Τα νέα του Μπάμπη ήταν κατά κάποιον τρόπο -κατά τον τρόπο που έφτιαξε τη ζωή του-καλύτερα από τα δικά μου. Εργαζόταν ως οπερατέρ και μάλιστα δούλευε κατά βούληση. Όποτε ήθελε, η όποτε είχε δουλειά? Αυτό, δε το κατάλαβα. Είχε αφήσει μακριές τις πέντε τρίχες που το είχαν μείνει στο κεφάλι, φορούσε και σκουλαρίκι κρίκο, δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδί, δεν μάζευε λεφτά για τα γεράματα δεν είχε άγχη -τουλάχιστον έτσι έλεγε σε μένα- δε μάζευε πτυχία όλη του τη ζωή, για να βρεθεί μια μέρα απολυμένος λόγο οικονομικής λιτότητας σαν και του λόγου μου, το κομπιούτερ δεν είχε γίνει προέκταση του χεριού του και εννοείται ότι δεν ανήκε στον αστερισμό του Καρκίνου για να κάνει παρέα με τον Πλούτωνα όπως εγώ.
Αυτός ο τύπος ζει σε μια παραδεισένια μακαριότητα, σκέφτηκα εγώ, ο βουτηγμένος μέσα στον κόλαφο των προβλημάτων, προβλήματα που όταν τα εξιστόρησα στο Μπάμπη, του προκάλεσαν περισσότερο γέλια παρά συμπόνια. Είναι άραγε αστείο που έχασα το πολυτιμότερο πράγμα στο κόσμο και δε ξέρω αν και ποτέ θα το ξαναβρώ? Εγώ, χωρίς αυτό, αλλά με το Μπάμπη παρέα, να γελάει μαζί μου και με ύφος συνωμοτικό, να μου λέει ανόητα κλισέ -ότι σιχαίνομαι- πως η ζωή είναι αλλού, πράγμα που το είχε σκεφτεί ο Κούντερα, πολύ πριν το σκεφτεί ο Μπάμπης, η ακόμα χειρότερα, ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή, φράση σαφώς αυθαίρετη, που τη διάβασα πριν χρόνια σε ένα περιοδικό, το οποίο τυχαία έπεσε στα χέρια μου και μου είχε κάνει εντύπωση, γιατί είχαν αφιερώσει ολόκληρο τεύχος σ αυτή τη φράση, που δε λέει τίποτα.
“ Ότι μπορεί να διορθωθεί θα διορθωθεί” μου είπε ο Μπάμπης, με τη διαυγή κρίση του με8υσμενου και συμπλήρωσε: “ Μόνο την καρδιά σου και τις διακοπές σου να μη χαλάς”.
Ο Μπάμπης λοιπόν, εκτός από ολωσδιόλου αδιάφορος, είναι και ηλίθιος. Δε νοεί να καταλάβει, ότι εγώ μισώ τη Ρόδο κι επιθυμώ να βρεθώ λίγο μόνος μου, γιατί δε θέλω, ειλικρινά δε θέλω, να μισήσω και τη γυναίκα μου, που για ένατο χρόνο με σέρνει εκεί.
Την τελευταία φράση πρέπει να την είπα κάπως έντονα, γιατί ο Μπάμπης γύρισε και με κοίταξε απορημένος, λέγοντας μου πως οι διακοπές που μου προτείνει, απέχουν χιλιόμετρα από τη Ρόδο και από τη γυναίκα μου, που έτσι κι αλλιώς, αυτή είναι η αιτία της κατάθλιψης μου…. Δε μας χέζεις ρε Μπάμπη!
Η λύση λοιπόν που μου προτείνει ο φίλος Μπάμπης, είναι να κάνω ελεύθερο κάμπινγκ, στο μοναδικό εναπομείναντα επίγειο παράδεισο. Το γεγονός, ότι δεν έχω ξανακάνει κάμπινγκ στη ζωή μου, φαίνεται δε πτοεί το φίλο μου και συνεχίζει άκαμπτος τη φλυαρία.
- Άκου Εύθυμη. Η λύση που σου προτείνω, είναι κατ’ αρχάς ανέξοδη…
-Βέβαια Μπάμπη μου, αφού δε θα μένω σε δωμάτιο και θα κοιμάμαι στην άμμο
-Στη σκηνή σου μέσα θα κοιμάσαι.
-Η σκηνή θα είναι σε δωμάτιο μέσα, ρε Μπάμπη ή στη παραλία?
-Στη παραλία φυσικά
-Φυσική ζωή στην άμμο δηλαδή
-Όλη τη μέρα, ρε κορόιδο, θα είσαι στη θάλασσα
-Αφού λες, ότι δεν έχει πουθενά αλλού να πάω. Αναγκαστικά δηλαδή…
-Θα χαίρεσαι τον ήλιο…
-Δεν έχει ούτε ένα δεντράκι. Με εγκαύματα τρίτου βαθμού πως θα χαίρομαι?
-Θα στήσεις τέντα βρε…
-Εγώ?
-Εμ ποιος εγώ?
-Πιο πιθανό το βρίσκω να στήσεις εσύ τέντα, παρά εγώ
-Εγώ? Αχ! Ας είχα εγώ δέκα μερούλες διακοπές και θα σου ‘λεγα…
-Πες μου λοιπόν
-Σου λέω να πας ασυζητητί και θα με θυμηθείς, όταν φτάσει η ώρα να φύγεις. θα κλαις σαν μωρό παιδί.
-Από τον αέρα έτσι? Μη μου πεις ότι έχει και αμμοβολές και θα μπαίνει άμμος στα μάτια μου.
-Α παράτα μας, ρε Εύθυμη! Πήγαινε διακοπές στη Ρόδο, με τη γυναίκα σου και μη με πρήζεις.
-Ωραίοι τρόποι Μπάμπη. Ωραίοι τρόποι.
Σε κάθε φράση, ο Μπάμπης σήκωνε υποτιμητικά το φρύδι του και, όχι ότι μ έπεισε αλλά-ανάθεμα η οικονομική και η συναισθηματική ακαμψία, που τέτοιες ώρες, η μια υπερβαίνει την άλλη, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να δω πέρα από τη μύτη μου- εγώ Παρασκευή πρωί, βρέθηκα φορτωμένος σα γάιδαρος, στο λιμάνι του Πειραιά και αποχαιρετούσα την εγκόσμια κόλαση, για να πάω στον παράδεισο του Μπάμπη στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Μετά από τρομερούς καυγάδες, κατάφερα να εξαγοράσω την ποινή μου, μόνο με είκοσι πέντε μέρες διακοπές. Μετά, η όμορφη Ρόδος με περίμενε.
Στριμώχνομαι σα σαρδέλα στο πλοίο της γραμμής και μέχρι να βρω τη καμπίνα μου, με πατάνε χιλιάδες ποδιά, με σπρώχνουν μυριάδες κώλοι, και μ’ αγγίζουν εκατομμύρια χέρια, αλλά ο επιμένων νικά κι εγώ, που το μόνο εναπομείναν στοιχείο στο χαρακτήρα μου είναι η επίμονη, νικάω και φτάνω επιτέλους στη καμπινούλα μου για να συνταξιδεύω με άλλους δυο μέχρι τη Σαντορίνη. Έπειτα μένω μόνος μου μέσα στην καμπίνα. Στην πραγματικότητα, δε μένω μόνος μονάχα μέσα στην καμπίνα, αλλά σ’ ολόκληρο το πλοίο. Στη Σαντορίνη έχουν κατεβεί όλοι, δε μένει ψυχή να με συνοδεύσει στον επίγειο παράδεισο του Μπάμπη, εκτός από τον Πλούτωνα και από μερικούς τύπους, που δε μπορώ να τους χαρακτηρίσω, γιατί πρώτη φορά βλέπω τόσο βρόμικα πόδια σ’ ένα σώμα, ή τόσο πολλά τατουάζ πάνω σ’ ένα κορμί και ορκίζομαι, ότι κανένα πρόβλημα δεν έχω με τη δερματοστιξία, ή την αχτενισιά, αρκεί να μένουν μακριά μου όλα αυτά και να μη σκεφτούν ποτέ να με πλησιάσουν, όλοι αυτοί που τα κουβαλούν επάνω τους.
Το καράβι αγκυροβολεί. Περιγράφω χωρίς λεπτομέρειες το θέαμα που βλέπουν τα μάτια μου. Σαράντα περίπου φρικιά-άντρες γυναίκες- όλοι με σακίδια στη πλάτη, βρόμικοι, ρυπαροί αχτένιστοι, άλουστοι και μαυροντυμένοι, περιμένουν μαζί μου για να κατεβούν στο λιμάνι και να πάμε όλοι μαζί, στο μέρος που ξέρει ο μαλάκας ο Μπάμπης και είμαι σίγουρος πια ,ότι δεν υπάρχει πιο ηλίθιος άνθρωπος από μένα πάνω στη γη, που τον άκουσα…
Με τις σχεδόν καινούργιες samsonite και την μπαγκαζιέρα μου, ανεβαίνω στη μηχανή μου και κατεβαίνω στο λιμάνι όπου ξανακατεβαίνω από τη μηχανή μου, γιατί δεν υπάρχει δρόμος, μόνο βάρκες για να κυκλοφορούν οι άνθρωποι ούτε δρόμοι, ούτε αυτοκίνητα, σα να είμαστε σε κανάλι στη Βενετία. Μπαίνω σε μια γόνδολα, τύπου ψαρόβαρκα, μαζί με τους σαράντα του Μπάμπη και φτάνω σε μια παράλια ,όπου μου λένε πως πρέπει να κατεβώ, γιατί φτάσαμε.
Οι ρυπαροί συνεπιβάτες γνωρίζονται με τους ρυπαρούς κατασκηνωτές, και μια αλληλεγγύη τους συνεπαίρνει, γιατί τρέχουν και βοηθιούνται, βουτάνε ο ένας τα σακίδια του αλλού, αγκαλιάζονται και φιλιούνται φωνάζονται με τα μικρά τους ονόματα, κερνιούνται τσιγάρα και από τους σαράντα, μόνο εγώ μένω μόνος μου, γιατί ευτυχώς, κανένας δε με ξέρε ι-και κανένας δε πρέπει να με μάθει.
-Φίλε, θες βοήθεια?
-Εγώ? Όχι, όχι μπορώ…
-Μπα, έλα να σε βοηθήσουμε, γιατί θα σε πάρει το βράδυ, να στήνεις και να ξεστήνεις.
-Να μη σας βάζω σε κόπο
-Μπα, τι κόπος! Όλη μέρα καθόμαστε. Παιδιά, καινούργιος συγκάτοικος. Πρώτη φορά έρχεσαι εδώ?”
-Ναι
-Μπράβο! Με λένε Θανάση
-Εμένα Εύθυμη
-Γεια σου, ρε Εύθυμη, που δε ξέρεις να στήνεις σκηνή
-Πρώτη φορά, παιδιά, πρώτη φορά
-Κοίτα να μαθαίνεις και μετά πάμε στον παπά, να πιούμε καμία ρακή
-Που?
-Στον παπά. θα δεις
Με εντυπωσιάζει η ευγένεια των βρωμερών.
-Νεράκι που θα βρούμε εδώ? Ρωτάω.
-Μπουκάλι, στον παπά
Αυτός ο παπάς θα ‘ναι κανένα μεγάλο ξενοδοχείο σκέφτηκα. Αλλά πάλι πως τους βάζουν μέσα τους παμβρώμικους αυτούς? Θα το ανακαλύψω σε λίγο.
-Με τα μπουκάλια πλένεστε?
-Όχι, για πλύσιμο πάμε στο πηγάδι
Εμ βέβαια, δε τους βάζει ο παπάς στο ξενοδοχείο του. Στο πηγάδι λέει.. τρέχα γύρευε
-Να ‘στε καλά βρε παιδία, γιατί μόνος μου…ούτε μεθαυρίο.
-Ποιος σ’ έστειλε εδώ?
-Ο Μπάμπης
-Ο Μπάμπης ο Παπαλούσης?
-Ναι
-Ρε παιδιά, είναι φίλος του Μπάμπη
Μήπως δεν έπρεπε να το αποκαλύψω αυτό? Ξαφνικά, ήρθαν κι άλλοι δίπλα μου, μαλλιάδες, μουσάτοι, φρικιά, σκουλαρικοφόροι, ούτε στο Γούντστοκ δεν ήταν τόσοι πολλοί κι άρχισαν να ερωτάνε τα νέα του Μπάμπη, του ηλίθιου Μπάμπη, του πιο αδιάφορου ανθρώπου στη γη.
“Πάμε στο ξενοδοχείο του παπά να σας τα πω όλα”
Θα ρωτήσω εγώ κρυφά σκέφτομαι μήπως έχει ο παπάς κανένα δωμάτιο
“Πάμε”
Κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε απ’ την παραλία σε ένα μονοπάτι, που στένευε, και στένευε, και όλο στένευε, και είχε και βάτα…
Όταν φτάσαμε στον παπά, τα όνειρα μου για ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις έγιναν καπνός. Ένα ταβερνείο με λίγα τραπέζια και ένα τρελό παπά να φωνάζει:” σήμερα έχουμε ιμάμ μπαιλντί, και όποιος γουστάρει τρώει, οι άλλοι ας μείνουν νηστικοί. Ας πάρουν πετονιές να ψαρέψουν.” Το ταβερνείο χρησίμευε και για σούπερ μάρκετ. Πουλούσε νερά, αναψυκτικά, μπίρες και τσιγάρα. Αυτό ήταν το μοναδικό σημείο, σ’ όλη την παραλία, όπου μπορούσες να ξοδέψεις τα λεφτά σου, τρώγοντας, πίνοντας και καπνίζοντας.
Καθ όλη τη διάρκεια του φαγητού, εγώ παρατηρούσα ότι μια κοπέλα, στο απέναντι τραπέζι, με κοιτούσε συνεχώς και αδιακρίτως. Μετά το φαγητό πήραμε το δρόμο για τη παραλία και ο Θανάσης με κάλεσε στη σκηνή του. Σε δέκα λεπτά ήταν μαζεμένη όλη η παραλία κάτω από τον ίσκιο, της σκηνής του Θανάση. Κάθε μέρος έχει κι έναν αρχηγό. Εδώ, είναι αυτός ο αρχηγός, ο Ρουκουνάρχης, σκέφτηκα, και αισθάνθηκα περήφανος, που ο Θανάσης με κάλεσε στη σκηνή του. Σε λίγο, άρχισαν να παίζουν και τουμπερλέκια.
Μαζί μ’ όλη την παραλία, ήρθε και η κοπέλα της ταβέρνας. Κάθισε δίπλα μου και χωρίς να μου μιλήσει καθόλου, άρχισε να μου χαϊδεύει τη πλάτη. Εν τω μεταξύ, παρατήρησα, ότι από όλους τους κατασκηνωτές, μόνο ένας φορούσε το μαγιό του. Εγώ. Όλοι οι άλλοι ήταν γυμνοί.
Το απόγευμα, κάναμε μπάνιο στην πιο όμορφη θάλασσα του κόσμου. Έβγαλα κι εγώ το μαγιό μου. Πρώτη φορά κολυμπούσα γυμνός κι όλος ο κώλος μου, ήταν μια τεράστια άσπρη σημαδούρα. Το βράδυ ήπιαμε τις ρακές μας και κατηφορίσαμε στη παραλία, όπου τα παιδιά παίξανε μπουζούκια και κιθάρες, εγώ τους εξηγούσα τι σημαίνει να είσαι ωκεανολόγος, ο Θανάσης γελούσε με τον καυγά μου με το Δροβογιάννη και η κοπέλα-Χριστίνα τη λένε- ήταν ξαπλωμένη στα πόδια μου.
Κάποτε κοιμη8ήκαμε, μετά ξυπνήσαμε το πρωί, φάγαμε πρωινό στον παπά -αβγουλάκια και φραπέ και γιαούρτι- κάναμε μπάνιο, λέγαμε μαλακίες, γελούσαμε, εγώ κάηκα από τον ήλιο, η Χριστίνα με άλειφε διαρκώς αντιηλικά, έμαθα να ψαρεύω, ξεφύλλισα ένα από τα βιβλία που κουβάλησα μαζί μου, χαλάρωσα άρχισα να περνάω καλά. Ο καταραμένος Πλούτωνας φαίνεται άρχισε να πλευρίζει το διπλανό ζώδιο και να ξεκολλάει από μένα.
Πέρασαν δεκαπέντε μέρες και με τον Θανάση είχαμε γίνει κολλητοί. Η Χριστίνα ήταν επίσημα -για την παραλία- η καλή μου κι εγώ είχα να μιλήσω στη γυναίκα μου, ακριβώς τόσες μέρες, όσες έλειπα από την Αθήνα. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι να μη της ξαναμιλήσω ποτέ. Είπα τη σκέψη μου στο Θανάση και μου φαίνεται ότι συμφώνησε, όταν του εξήγησα τη σημαίνει γυναίκα μου, αν και δε μου είπε τίποτα. Είμαι καλά, απόλυτα καλά και το τελευταίο πράγμα που θέλω να μου συμβεί, είναι να φύγω από τον αγαπημένο μου Ρούκουνα και να πάω στη Ρόδο. Ούτε ο Θανάσης όμως, θέλει να φύγει και μεταξύ αστείου και σοβαρού, μου είπε να μείνουμε εδώ για όλη μας τη ζωή.
-Να μείνουμε Θανάση, αλλά τι δουλειά θα κάνουμε?
-Άντε ρε Εύθυμη, ότι θέλουμε θα κάνουμε. Στην Αθήνα, τι θα έκανες δηλαδή? Εσύ άνεργος ωκεανολόγος κι εγώ φωτογράφος στη διαφήμιση
-Εσύ είσαι σε καλύτερη τύχη από μένα, έτσι κι αλλιώς
-Το μυαλό μου είναι σε χειρότερη. Λοιπόν, λέω να ανοίξουμε ταβέρνα
-Τι να ανοίξουμε?
-Ταβέρνα παιδί μου. Ωκεανολόγος είσαι, ξέρεις από ψάρια.
-Όχι δε κατάλαβες. Άλλη η ειδικότητα η δική μου, άλλη του ταβερνιάρη.
-Άσε ρε Εύθυμη, ούτε ένα αστείο δε σηκώνεις. Λοιπόν, την ανοίγουμε την ταβέρνα?
-Πού ρε Θανάση?
-Εδώ, στο νησί. Θα μείνει και η Χριστίνα μαζί μας.
-Όχι, δε θέλω
-Γιατί Εύθυμη δε θέλεις?
-Γιατί, είμαι παντρεμένος
-Ακόμα δε χώρισες?
-Όχι
-Σκοπεύεις να….
-Είναι ζήτημα ημερών
-Λοιπόν Εύθυμη, ένα θα τα λύνουμε. Απόψε θα πάμε στη χώρα, να ψάξουμε μέρος για ταβέρνα. Εντάξει?
-Εντάξει
Η χώρα είναι πανέμορφη. Μικρή, ήσυχη και πανέμορφη. Ο Θανάσης είναι απίστευτος. Έχει επικοινωνιακό χάρισμα, μιλάει, γελάει με όλους και μέσα σε τρεις ώρες, έχει βρει μέρος για τη καινούργια μας ταβέρνα και παζαρεύει τα λεφτά.
Δέκατη έβδομη μέρα στον υπέροχο Ρούκουνα και αποφασίζουμε με το Θανάση να πάμε και να γυρίσουμε αυθημερόν στην Αθήνα, για να πάρουμε τα λεφτά και να κλείσουμε τη ταβέρνα. Εγώ δε χρειάζεται να πάω στην Αθήνα. Μέχρι τη Σαντορίνη αρκεί. Εκεί έχει εθνική τράπεζα. Εκεί, είναι φυλαγμένες όλες μου οι οικονομίες. Θα τις πάρω και θα τις κάνω κεφτεδάκια, παστίτσιο και χωριάτικες.
Το ίδιο απόγευμα, που έκανα αυτές τις σκέψεις, ο Θανάσης γελούσε και η Χριστίνα κουλουριαζόταν στο στήθος μου, φτάνει το καραβάκι του Ρούκουνα και φέρνει τους κατασκηνωτές. Από το καΐκι, κατεβαίνει η γυναίκα μου. Ντυμένη, βαμμένη, ψάχνει, κοιτάει γύρω της με τρόμο, δε πιστεύει στα μάτια της, δε με βλέπει, ή μπορεί και να με βλέπει, αλλά δε μ’ αναγνωρίζει, έχω γένια είκοσι ημερών, είμαι άπλυτος είκοσι μέρες και μια γκόμενα κυλιέται πάνω μου. Λογικό είναι.
-Ευθύμη. Ευθύμη δεν πιστεύω στα μάτια μου.
-Ούτε εγώ Νανά πιστεύω στα μάτια μου που σε βλέπω εδώ.
-Ευθύμη πως είσαι έτσι? παίρνεις ναρκωτικά? Ναι είναι σαφές. Αυτό κάνεις. Παίρνεις ναρκωτικά. Χασικλώνεσαι μ’ όλους αυτούς εδώ.
-Νανά μη λες μαλακίες
-Μετά από τόσο καιρό που έχεις να με δεις, το μόνο που έχεις να πεις, είναι ότι λέω μαλακίες? Εσύ είσαι ο μαλάκας, που τόσο καιρό δεν έχεις δώσει σημεία ζωής, που νομίζαμε ότι πέθανες από στεναχώρια κι εσύ ο αναίσθητος, λιάζεσαι ολόγυμνος, στον ήλιο. Καλά, δε ντρέπεσαι που είσαι τσιτσίδι?
-Κοιτά γύρω σου Νανά, όλοι γυμνοί είναι
-Δε με νοιάζουν, εμένα, οι όλοι. Εμένα, με νοιάζει ο άντρας μου.
-Ο άντρας σου?
-Ευθύμη, άσε τις ανοησίες. Ήρθε ένα γράμμα από το πανεπιστήμιο αιγαίου. Σε δέχτηκαν στο πανεπιστήμιο. Δεν είσαι πια άνεργος. Είσαι πανεπιστημιακός. Ορίστε διάβασε.
Αρπάζω το γράμμα σαν τρελός. Το διαβάζω. Η αίτηση σας έγινε δεκτή. Η συνεργασία μας αρχίζει από 1η Σεπτεμβρίου. Υπογραφή: Αντώνιος Ράπτης.
Η Νανά καταλαβαίνει την έκπληξη και τη χαρά μου και γελάει
“-Ο Δροβογιάννης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Να, σου έφερα και την εφημερίδα. Κοιτά, μετωπικό. Έμεινε στον τόπο με τη μια. Θα πάρεις τη θέση του, το γραφείο του, όλα, γιατί έχεις τις ικανότητες. Τι με κοιτάς σα βλάκας, μωρό μου? Γιατί, δε λες τίποτα?
-Ο καημένος ο Δροβογιάννης .Όλη του τη ζωή την έφαγε στα βιβλία και στο διάβασμα. Και τι του μείνε, στο τέλος? Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Ο φουκαράς!
-Ευθύμη, παραφρόνησες μου φαίνεται. Ήταν τύχη, που σκοτώθηκε ο Δροβογιάννης. Μη μου πεις ότι τον λυπάσαι κι όλας, το κάθαρμα! Άντε καλέ μου, ποια είναι η σκηνούλα σου, να τη μαζέψουμε? Έχει καράβι αύριο για Αθήνα, εμείς όμως θα πάμε Σαντορίνη, για να μείνουμε σήμερα.
Ευθύμη, που πας? Ευθύμη λέω…